-
1 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
2 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
3 запас
запасм1. ἡ προμήθεια, τό ἀπόθεμα, ἡ ἐφεδρεία:\запас продовольствия οἱ προμήθειες τροφίμων золотой \запас τό χρυ-σοῦν ἀπόθεμα, τό ἀπόθεμα σέ χρυσό· \запас прочности ἡ ἐφεδρεία στερεότητας· неприкосновенный \запас воен. τό ἀπαραβία-στο[ν] ἀπόθεμα· \запас знаний τά ἐφόδια γνώσεων \запас слов τό λεξιλόγιο·2. воен. ἡ ἐφεδρεία:офицер \запаса ὁ ἐφεδρος ἀξιωματικός· быть в \запасе βρίσκομαι σέ ἐφεδρεία· ◊ отложить про \запас κρατώ γιά ρεζέρβα. -
4 поставка
постав||каж ἡ προμήθεια, ἡ χορήγηση[-ις]:\поставка продовольствия ἡ προμήθεια τροφίμων. -
5 трёхгодичный
επ.τριετής, τρίχρονος, τρίχρονης διάρκειας•-ое обучение τρίχρονη μάθηση•
трёхгодичный запас продовольствия τρίχρονη εφεδρεία τροφίμων.
-
6 шестидневный
επ.εξαήμερος•шестидневный путь εξαήμερος δρόμος•
шестидневный запас продовольствия εξαήμερη προμήθεια τροφίμων.